- γλαυκώπις
- γλαυκῶπις, (-ιδος), η (Α)1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού επιθέτου πρέπει να ήταν «αυτή που έχει μάτια ή όψη κουκουβάγιας» (βλ. και λ. γλαυκός)].
Dictionary of Greek. 2013.